- αλυσόκλειστος
- -η, -οο κλεισμένος, ο περιφραγμένος με αλυσίδες, «αλυσόκλειστος λιμήν», λιμάνι που η είσοδός του φράζεται με αλυσίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση + κλειστός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλυσόκλειστος — η, ο κλεισμένος με αλυσίδες: Η είσοδος του λιμανιού ήταν αλυσόκλειστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)